ἐναγγειόσπερμος

ἐναγγειόσπερμος
ἐναγγειόσπερμος, ον,
A having the seed in a capsule, Thphr.HP1.11.3,CP4.7.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εναγγειόσπερμος — και ενανγειοσπέρματος (Α ἐναγγειόσπερμος, ον και ἐναγγειοσπέρματος, ον) φυτό που έχει τα σπέρματά του μέσα σε κοιλότητα όμοια με αγγείο νεοελλ. (φυτολ.) «εναγγειόσπερμα ή αγγειόσπερμα φυτά» …   Dictionary of Greek

  • ἐναγγειόσπερμον — ἐναγγειόσπερμος having the seed in a capsule masc/fem acc sg ἐναγγειόσπερμος having the seed in a capsule neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγγειόσπερμα — ἐναγγειόσπερμος having the seed in a capsule neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”